έπηλις

έπηλις
ἔπηλις, η (AM) κάλυμμα, σκέπασμα
μσν.
κηλίδα τού προσώπου, φακίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός τ. τού έφηλις*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἔπηλις — cover fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφηλίδα — η (ΑΜ ἔφηλις και ἐφηλίς, Α ιων. τ. ἔπηλις) μικρή κηλίδα τού προσώπου, υποκάστανου ή υποκίτρινου χρώματος, κν. φακίδα νεοελλ. (ναυπ.) μικρή μεταλλική περόνη που χρησιμοποιείται στη ναυπηγική για τη συγκράτηση γόμφου ή άλλου αντικειμένου αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”